- λωποδυσία
- λωπο-δῠσία, ἡ, ([etym.] λῶπος, δύω) prop.A slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωποδυσία — η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) [λωποδύτης] ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας αρχ. κλοπή ενδυμάτων … Dictionary of Greek
λωποδυσία — η η κλεψιά: Τα λεφτά που βγάζει είναι μόνο από λωποδυσίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωποδυσίας — λωποδυσίᾱς , λωποδυσία slipping into fem acc pl λωποδυσίᾱς , λωποδυσία slipping into fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδυσίαν — λωποδυσίᾱν , λωποδυσία slipping into fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδυσίαις — λωποδυσία slipping into fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδυτικός — ή, ό [λωποδύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία. επίρρ... λωποδυτικώς με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες … Dictionary of Greek
Apagoge (Recht) — Apagoge (griechisch ἀπαγωγή, wörtl. „Abführen“) bezeichnete im antiken Athen ein Schnellgerichtsverfahren. Wegen bestimmter Straftaten wie etwa Diebstahl (κλοπή), Wegelagerei (λωποδυσία), Menschenraub (ἀνδροληψία) aber auch Mord (φόνος) [1]… … Deutsch Wikipedia
λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… … Dictionary of Greek
λωποδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)